- φιλογύναιος
- -ον, Α1. ο φιλογύνης2. αυτός που αγαπά τη γυναίκα του3. αυτός που οφείλεται στη φιλογυνία («οἱ φιλογυναίοις συνουσίαις ἐπιμεμηνότες», Φίλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -γύναιος (για τη μορφή τού β' συνθετικού, βλ. λ. γυναίκα), πρβλ. μισο-γύναιος].
Dictionary of Greek. 2013.