φιλογύναιος

φιλογύναιος
-ον, Α
1. ο φιλογύνης
2. αυτός που αγαπά τη γυναίκα του
3. αυτός που οφείλεται στη φιλογυνία («οἱ φιλογυναίοις συνουσίαις ἐπιμεμηνότες», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -γύναιος (για τη μορφή τού β' συνθετικού, βλ. λ. γυναίκα), πρβλ. μισο-γύναιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φιλογύναιος — fond of one s wife masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλογύναιον — φιλογύναιος fond of one s wife masc/fem acc sg φιλογύναιος fond of one s wife neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλογυναίους — φιλογύναιος fond of one s wife masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλογυναίῳ — φιλογύναιος fond of one s wife masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλογύναιοι — φιλογύναιος fond of one s wife masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… …   Dictionary of Greek

  • ԻԳԱՍԷՐ — (սիրի, րաց.) NBH 1 0845 Chronological Sequence: Early classical ա. φιλογύναιος amator mulierum Սիրօղ կանանց. կնոջասէր. կնիկ սիրօղ. ... *Արքայ սողոմոն էր իգասէր. ՟Գ. Թագ. ՟Ժ՟Ա. 1: *Հայեցեալ յազգն արիական՝ թէ իգասէր էր. Եզնիկ.: Կամ որպէս իգացեալ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”